Текст песни Εκείνη Δε Μεθούσε, Έσβηνε Τη Δίψα Απλά - Solmeister
Μοιάζει
χλωμό.
Πες
μου
το
νιώθεις
όπως
το
νιώθω
κι
εγώ;
Είναι
τα
μάτια
μου
χαμένα
στων
ματιών
σου
τον
βυθό
και
ας
πνιγώ.
Χαλάλι
δεν
ψάχνω
να
κρατηθώ.
Δεν
βλέπω
όνειρα
για
δεν
κοιμάμαι
απλά
λιποθυμώ.
Και
πληγώνεται
αυτός
που
αγαπάει
γιατί
πληρώνει
των
άλλων
τα
λάθη
μια
ζωη.
Πιστεύω
πως
άσπρη
μέρα
δεν
θα
φανεί
και
οτι
μπορεί
στραβά
να
πάει
θα
μου
πάει.
Αρχικά
και
για
να
τα
'χω
και
με
μένα
καλά
παραδέχομαι
πριν
πω
οτιδήποτε
πως
συχνά
βάζω
τα
χέρια
μου
και
βγάζω
τα
μάτια
μου
μόνος
και
δεν
έχει
αλλάξει
τίποτα
κι
αυτή
τη
φορά.
Μα
πες
μου.
Εγω
και
εκεινη
πως
περίμενα
να
λήξει
Φταίει
που
προτιμώ
την
αυτοκαταστροφή
από
την
πλήξη
Φταίει
που
προτιμώ
από
την
ηρεμία
μου
τη
θλίψη
Για
να
ξεκινήσει
η
ποίηση
να
μιλήσει.
Δεν
με
μισούσε
πες
της.
Απλώς
με
αγαπούσε
μισά.
Ποτέ
δεν
ήταν
δικιά
μου
στα
φωτεινά,
άρα
πως
να
'ναι
δικιά
μου
παντοτινα;
Πόσα
όνειρα
παιδικά
πεθαίνουν
βίαια
σ'
άχαρα
πρωινά
σαν
κι
αυτά.
Πες
της.
Θα
'μουνα
εδω.
Θα
'μουν
ανάσα
σε
πνιγμό.
Θα
'κανα
ό,
τι
περνάει
απ'το
χέρι
μου
για
να
μην
πάθει
κανένα
κακό.
Μα
αιμορραγώ
και
φτύνω
το
αίμα
φωνάζοντας
"ΣΩΣΕ
ΜΕ!".
Γι'
αυτό
σε
λίγες
σελίδες
ψάχνω
για
να
την
βρώ.
Γιατί
εχει
μείνει
ενα
παραμύθι
μισό
και
επικίνδυνα
χαμηλό
επίπεδο
σεροτονίνης
στο
μυαλό.
Και
μια
μνήμη
απο
εκείνη
ενα
φθινόπωρο
ψυχρό
στη
λίμνη
που
πεθαίνουν
οι
κύκνοι.
Το
βράδυ
εκείνο
που
ο
ουρανός
έβρεχε
κρύσταλλα
ήταν
το
βράδυ
που
εκείνη
μ'έκανε
θρύψαλα.
Είχα
γεμίσει
το
ποτήρι
της
με
όνειρα.
Μα
εκείνη
δεν
μεθούσε,
έσβηνε
τη
δίψα
απλά.
Γι'αυτό.
Όταν
της
πεις
πως
με
κέρδισε,
πριν
της
φορέσουνε
τις
δάφνες
στο
τέρμα,
δύο
σφηνάκια
ηττοπάθειας
απο
μένα
στείλ'της
και
πες
ο
χαμένος
τα
κέρασε.
Την
καρδιά
μου
απ'το
στήθος
αφαίρεσε
χωρίς
να
στάξει
ούτε
σταγόνα
από
αίμα.
Χωρίς
να
σπάσει
το
μαχαίρι
το
δέρμα.
Και
μενταγιόν
στο
λαιμό
της
την
πέρασε.
"Να
'σαι
χαρούμενος"
μου
'πε
"και
να
γελάς."
.
Έτσι
γέλασα
ειρωνικά
και
της
είπα:
"Ευχαριστώ,
πώς
δεν
το
σκεφ
τηκα;
" .
Αν
θα
μιλήσουμε
ξανά
με
ρωτά
και
σιωπώ
για
δεν
το
'χω
με
τα
τυπικά
και
τα
ψευτικα.
Δεν
θέλω
αλλα
λόγια
για
'μας
Με
το
μαχαίρι
της
στην
πλάτη.
Μια
λέει
πως
δεν
μ'αγαπάει
μια
κάθεται
σιωπηρή.
Κλείνω
τις
πόρτες
του
παλιού
μαυσωλείου
καθώς
δακρύζω
και
τον
έρωτα
σφραγίζω
μια
για
παντα
εκεί.
Να
μου
θυμίζει
πως
πονούσα
και
ήθελα
να
κάνω
τα
πάντα
για
να
σβήσει
λίγο
η
θλίψη
απ'τα
κεκρυπαρενια
της
μάτια.
Να
της
μιλάω
ώσπου
να
φύγει
το
σκοτάδι
της
ή
έστω
να
'μαι
στο
πλάι
της
για
όσο
αντέξω.
Μα
αυτή
δεν
μου
'δωσε
ποτέ
λίγο
απ'το
φως
της
μέρας,
γιατί
είναι
κάτι
σαν
αέρας
και
κάθε
αγκαλιά
που
μ'έσφιγγε
μ'έδιωχνε.
Ήταν
τα
χείλη
της
το
χείλος
του
γκρεμού
κι
ο
ίδιος
πόνος
που
κοντά
της
μ'έφερνε
μ'έσπρωχνε.
Καυτές
ανάσες
ζουν
εδώ
όσα
φαντάσματα.
Ιδρώτας
που
'γραψε
ποιήματα
στα
σκεπάσματα.
Κι
όσες
φορές
και
να
το
πω
θα
το
ξεχνάω,
τα
κάστανα
μάτια
κάνουν
τα
πιο
καλά
ξεγελάσματα.
Το
βράδυ
εκείνο
που
ο
ουρανός
έβρεχε
κρύσταλλα,
Ήταν
το
βράδυ
που
εκείνη
με
έκανε
θρύψαλα.
Είχα
γεμίσει
το
ποτήρι
της
με
όνειρα
Μα
εκείνη
δε
μεθούσε
εσβηνε
την
δίψα
απλά.
Γι'αυτό.
Όταν
της
πεις
πως
με
κέρδισε,
πριν
της
φορεσουνε
τις
δάφνες
στο
τέρμα,
δύο
σφηνάκια
ηττοπάθειας
απο
μένα
στείλ'της
και
πες
ο
χαμένος
τα
κέρασε.
Την
καρδιά
μου
απ'το
στήθος
αφαίρεσε
χωρίς
να
στάξει
ούτε
σταγόνα
από
αίμα.
Χωρίς
να
σπάσει
το
μαχαίρι
το
δέρμα.
Και
μενταγιόν
στον
λαιμό
της
την
πέρασε.
Όταν
της
πεις
πως
με
κέρδισε,
πριν
της
φορέσουνε
τις
δάφνες
στο
τέρμα,
δύο
σφηνάκια
ηττοπάθειας
απο
μένα,
στείλ'της
και
πες
ο
χαμένος
στα
κέρασε.
Την
καρδιά
μου
απ'το
στήθος
αφαίρεσε
χωρίς
να
στάξει
ούτε
σταγόνα
από
αίμα.
Χωρίς
να
σπάσει
το
μαχαίρι
το
δέρμα.
Και
μενταγιόν
στον
λαιμό
της
την
πέρασε.
Δες
πως
της
πάει
Δες
πως
της
πάει
Δες
πως
της
πάει
Δες
πως
την
Σπάει.

Внимание! Не стесняйтесь оставлять отзывы.